- γραμμογραφικός
- -ή, -όαυτός που σχετίζεται με τη γραμμογράφηση: Για τη δουλειά του χρειάστηκε να αγοράσει γραμμογραφική μηχανή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γραμμογραφικός — ή, ό ο σχετικός με τη γραμμογράφηση … Dictionary of Greek